Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τετάρτη 2 Ιανουαρίου 2019

Μυθολογικό Σημείωμα [ #001 ]

Θεία Χαρικλώ,

το ξέρω πως δεν πάνε ούτε τρεις μέρες που 'φυγα, μα θέλω -  άμα μπορείς - τούτη τη χάρη. Στο μέρος, που κοιμόμουν, 'κεί δίπλα, άμα θυμάσαι έχει μια κουφάλα, όπου παράχωνα τα πράγματά μου. Αυτού μέσα, θα βρεις ένα σακί με τις παλιές μου αλλαξές κι ένα ζευγάρι φθαρμένα σάνδαλα «Σταν'ς Μυθ». Στείλε μου, σε παρακαλώ, τ' αριστερό σανδάλι, με τούτο το φίλο που σου κομίζω το σημείωμα, γιατί 'κείνο που φορούσα χάθηκε μέσα στις λάσπες. Τέτοιες αναποδιές παθαίνω, απ' την καλή μου την καρδιά. Δεν είχα καλοφτάσει ακόμη Άναυρο και σερνόμουνα της πείνας. Γύρευα καμιά ελαφίνα, που βρωμάει ο τόπος, αλλά ψάξε-ψάξε έπεσα πάνω σε τούτη τη γριά, μια ζαρωμένη και κοψομεσιασμένη μπάμπω. Τώρα, ζαρωμένη-ξεζαρωμένη, είχε φαγωθεί - πανάθεμά τη - να περάσει το ποτάμι. Αν έχεις το θεό σου, τέτοια εποχή, που λιώνουνε τα χιόνια και κατεβάζει ο Δίας τ' άντερά του! Δε σου λέω ψέμματα, σ' ότι έχω ιερό κι ευλογημένο, είδα μέχρι βατράχους να πνίγονται μπροστά στα μάτια μου. Τέλος πάντων, ανάθεμα την ώρα και τη στιγμή, μα λύγισε η καρδιά μου με τούτη τη θεοπάλαβη σαφρακιασμένη, που στα τρία βήματα, μόνο το ένα της έβγαινε σωστό. Μια και δυο, τη φόρτωσα στην πλάτη, βρήκα το βολικότερο σημείο και χώθηκα μες στ' αφρισμένο ρέμα. Όλα καλά, μα σα φτάσαμε απέναντι, θυμήθηκε πως είχε αφήσει τη μαγκούρα της ξωπίσω. Είπα να της σκαλίσω μια καινούργια - η όχθη είχε γεμίσει  από ξυλεία πρώτης - αλλά η βρωμιάρα μου στράβωσε τη μούρη! Ήθελε, λέει, τη δική της, που 'τανε σουβενίρ από το Άργος. Ειλικρινά, μου 'ρθε να την πετάξω στο ποτάμι, μα σα ψυχραίμησα τη φόρτωσα, ξανά, στην πλάτη και μη στα πολυλογώ, αφού βρήκαμε την καταραμένη της μαγκούρα γυρίσαμε πάλι στην όχθη τη σωστή. Πώς κάνω έτσι, να βγάλω τα ρούχα να στεγνώσουν, κοιτώ τα πόδια μου, το 'να σανδάλι είχε κάνει φτερά, μέσα στη λασπουριά και στο χαμό. Άρχισα ν' αναθεματίζω την ώρα και τη στιγμή κι όπως γυρίζω στη γριά, να τη διο-λοστείλω, η βρωμόγρια είχε γίνει καπνός! Θεία, ειλικρινά σου λέω, εξαφανίστηκε η αχάριστη στα μουλωχτά κι ούτε ένα ευχαριστώ. Τέτοια γαϊδουριά! Αλλά δε μου φταίει άλλος κανείς, μονάχα ο εαυτός μου, που 'ναι τόσο κορόιδο! Στη ζωή των παιδιών μου, άμα ξαναβοηθήσω 'γω άνθρωπο. Ας είναι. Κάνε μου, λοιπόν, αυτή τη χάρη, καλή θείτσα, να σ' έχουν καλά κι οι δώδεκα θεοί του Ολύμπου. Γιατ' ειν' ακόμη δρόμος, μέχρι την Ιωλκό, κι είναι το βρωμοβούνι κακοτράχαλο κι έχει γεμίσει η πατουσίτσα μου σκλήθρες κι αγκαθάκια και πονάω. Δεν είμαι εγώ για ταξίδια και τέτοια.

Να μου φιλήσεις το θείο και τη γιαγιά Φιλύρα,
μου λείπετε ήδη!!!

Ιάσονας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου