Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Πέμπτη 28 Φεβρουαρίου 2019

Θουκυδίδου & Περικλέους γωνία

Όταν ξεκίνησα το blog αυτό, είχα στο νου μου να είναι μια διαρκής διακωμώδηση ή σάτιρα ή ανοησία, όπως θέλετε πείτε το. Ο νους μου βέβαια, από την άλλη, δεν απέχει και πολύ απ' την ξεθυμασμένη γκογκαγκόλα : τη σήμερον πομφολυγοβριθής, την επαύριον δεν πίνεται. Υπάρχουν, φυσικά, και οι ανώμαλοι, που την προτιμούν ξεθυμασμένη. Αλλά εδώ, υποθέτω, μαζευόμαστε κυρίως καλλιεργημένοι αθρώποι, δηλαδή άτομα που σέβονται το ανθρακικό, μέχρι και την τελευταία φυσαλίδα του. Είπα, λοιπόν, στον εαυτό μου : ρε Κώστα, αφού σ' έχουν απασχολήσει τόσα και τόσα ιστορικά ζητήματα - τουλάχιστον δύο - κατά καιρούς, γιατί δεν πιάνεις να τα θίξεις, όμοια, κι εκείνα; Και στο κάτω-κάτω, δε σ' εμποδάει κανείς να κάμεις και την πλάκα σου! Το σκέφτηκα από 'δω, το σκέφτηκα από 'κει, Κώστα μπορεί να μη με λένε, αλλά ο λόγος που μου απηύθυνα μου φάνηκε ορθός. Έτσι και τ' αποφάσισα. Σήμερα θα πούμε κάτι σοβαρό, αλλά όχι 100% σοβαρά.

Θυμήθηκα, πρόσφατα, μια υπέροχη ατάκα του Περικλέους (το 'γραψα έτσι, ώστε να φανερώσω την καλλιέργειά μου) βγαλμένη από 'κείνες τις όμορφες ιστορίες του Θουκυδίδους (κι αυτό, από καλλιέργεια το 'γραψα), η οποία με είχε κάνει εντύπωση και μάλιστα σε τέτοιο βάθος, ώστε δε νομίζω να την ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου. Παρόλα αυτά, ξέχασα πού ακριβώς την είχα διαβάσει. Έτσι και εκ παραδρομής, μάταια την έψαχνα, καιρό πολύ, στα περί του Επιταφίου, ενώ είχε λεχθεί ένα κλικ και κάτι νεκρούς νωρίτερα. Βρε, ήμουν τόσο σίγουρος πως είχε λεχθεί στον Επιτάφιο, ώστε λίγο έλλειψε να πάω να μάθω αρχαία ελληνικά, προκειμένου να την αναζητήσω στο πρωτότυπο. Ευτυχώς, όμως, τη βρήκα και γλίτωσα ένα σωρό ανώμαλα ρήματα.

Λίγο πριν το ξέσπασμα του Πελοποννησιακού Πολέμου, λοιπόν, οι Αθηναίοι έχουν συγκαλέσει την Εκκλησία του δήμου τους και last but no least ανεβαίνει στο βήμα ο Περικλής. Βάνει την περικεφαλαία του σ' ένα κοτρώνι παρά δίπλα, σφουγγίζει τον ιδρώτα απ' το μέτωπο και πιάνει κατόπιν να λέει τα ρητορικά του. Ένα γύρω, επικρατεί ηλεκτρισμένη ησυχία, μόνο κάτι ψίθυροι. Όλοι οι Αθηναίοι κρέμονται απ' τα χείλη του. Κρέμονται όχι τόσο για να πάρουν μιαν απόφαση, μιας και στην καρδιά τους έχουν ήδη αποφασίσει, μ' αναζητούν εκείνο το άλλοθι, που θα μοιράσει την ευθύνη μιας τόσο βαριάς απόφασης. Γυρεύουν χείλη σταθερά, να εκφράσουν το ζητούμενο, με τρόπο τέτοιον, ικανό να άρει κάθε αντίβαρο αμφιβολίας. Όλα ετούτα, τα βρίσκουν στο πρόσωπο του Περικλή, σπουδαίου και σεβαστού, ανάμεσα στους πολίτες. Σας το θυμίζω, μπας και δεν έχετε ξανακούσει να μιλάνε για δαύτον. Λέει, τώρα, διάφορα ο Περικλής, που 'ναι ωραία να πιάσετε να τα διαβάσετε μονάχοι σας, παρά να σας τα μεταφέρω εγώ ή κανάς άλλος χυδαίος. Μα κάποτε, φτάνω και στο σημείο εκείνο, που κατά την ταπεινή μου γνώμη είναι συγκεντρωμένη ολάκερη η μάζα και η ουσία, αυτού του ιστορικού σημειώματος. Γιατί, πιο σημαντικό θεωρώ να κατανοήσει κανείς πώς αντιλαμβάνονταν οι Αθηναίοι εαυτούς, παρά τις ακριβείς δικαιολογίες της ανάμειξής τους. Καθόσον και γιατί - αποστάζοντας το νόημα του Θουκυδίδη - όλα τα υπόλοιπα, δεν ήταν παρά εκλογικεύσεις της αυξανόμενης αθηναϊκής ισχύος κι εύκολα ο λόγος τάδε, θα μπορούσε ν' αντικατασταθεί από το λόγο δείνα. Οι παρακάτω κουβέντες, ωστόσο, δε θα μπορούσαν ν' αντικατασταθούν ή να υποκατασταθούν από το παραμικρό, δίχως ν' ανατρέψουν άρδην καθαυτή την κοσμοαντίληψη, εκείνων των ιδιαίτερων ανθρώπων.

Απόγονος του Περικλή, στο δρόμο προς την Πνύκα.
 
Αντιγράφω, λοιπόν, από τη μετάφραση του Σκουτερόπουλου των εκδόσεων Πόλις - για την οποία λέει πήρε και βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών, και παραλίγο να σκάσω τριάντα ευρουλάκια για πάρτη της, αλλά μετά θυμήθηκα πως υπάρχει κι η Πρωτοπορία κι έδωσα μόνον είκοσι-δύο και κάτι ψιλά. Μεταξύ μας, εκείνη η παλιότερη μετάφραση που 'χα στη ντιβανοκασέλα, της κυρίας Διονυσίας Μπιτζιλέκη απ' τις εκδόσεις Πάπυρος, είναι όλα τα λεφτά, γιατί έχει περισσότερο μελάνι και ωραίες εικόνες και χάρτες και είναι σαν παραμύθι. Και η μετάφραση είναι ανάλαφρη και χαριτωμένη. Με την καλή έννοια. Γλυκόπιοτη. Από την άλλη ο τσιμεντόλιθος του Σκουτερόπουλου, που σίγουρα δε διαβάζεται στο κρεβάτι - εκτός κι αν έχεις μεγάλη μπάκα - αποπνέει, όντως, μια ακαδημαϊκίλα.

Γράφει, λοιπόν, στο [144] του Θουκυδίδη, αλλά σελίδα 211 του Σκουτερόπουλου :

« [ ... ] Αναλογιστείτε τούτο. Εάν ήμασταν νησιώτες, ποιοι θα ήσαν πιο άτρωτοι από εμάς; Πρέπει, έτσι, και τώρα να σκεφθούμε όσο γίνεται περισσότερο σαν νησιώτες και, εγκαταλείποντας την ύπαιθρο και τα σπίτια μας εκεί, να υπερασπιστούμε την κυριαρχία στη θάλασσα και την πόλη μας, και να μη δίνουμε αποφασιστική μάχη με τους Πελοποννησίους, που είναι πολύ περισσότεροι, παρασυρμένοι από την οργή μας για εκείνα που αφήσαμε (γιατί, κι αν τους νικήσουμε, πάλι θα έχουμε να πολεμήσουμε με όχι λιγότερους από αυτούς, κι εάν ηττηθούμε, θα χαθούν επιπλέον και οι σύμμαχοι, στους οποίους στηρίζεται η δύναμή μας ∙ γιατί δεν θα καθίσουν ήσυχοι, αν εμείς δεν είμαστε σε θέση να εκστρατεύσουμε εναντίον τους), να μη θρηνούμε και οδυρόμαστε για σπίτια και για κτήματα αλλά για τους ανθρώπους ∙ γιατί δεν φτιάχνουν αυτά τους ανθρώπους, οι άνθρωποι όμως αποκτούν πάλι σπίτια και χωράφια [η υπογράμμιση δική μου] Αν μάλιστα πίστευα ότι θα σας έπειθα, θα σας προέτρεπα να βγείτε οι ίδιοι να τα καταστρέψετε και να δείξετε στους Πελοποννησίους πως γι' αυτά τουλάχιστον δεν πρόκειται να υποκύψετε. [ ... ] »

Ο λόγος αυτός είναι τόσο καθαρός και λείος, που κεραυνοβολεί σαν ηλεκτροστατικό νυστέρι. Η αντίθεσή του με τα σημερινά εθνικιστικά ιδεολογήματα είναι τόσο εκκωφαντική, ώστε κι οι κωφοί την ακούν και οι τυφλοί τη βλέπουν. Οι άνθρωποι εκείνοι, που σήμερα καλούμε και καλά προγόνους, δεν είχαν την παραμικρή πολιτισμική σχέση με τη σημερινή μας μπίχλα, δε πα' να χτυπιέστε σαν τ' αυγά στο αυγολέμονο. Και αυτό είναι, φυσικά, προς τιμή των πρώτων και δικό μας όνειδος. Οι άνθρωποι εκείνοι συνιστούσαν κοινωνία, με όλη τη σημασία της λέξης - με γεύση, οσμή κι απόχρωση - κι όχι η εθνική πλαστικούρα, που εννοούμε σήμερα. Στο σημείο ετούτο, μην κατηγορηθώ ωστόσο για κλάψα-μιζέρια των παππούδων «α πάει χάλασε η κοινωνία» και «παλιά τα φτιάχνανε καλύτερα», γιατί μέσες-άκρες στην ίδια ατομική κοινωνία ζούσαν κι οι παππούδες, που ονειρεύονταν διαμερισματάκια, στις παλιές, ελληνικές ταινίες. Εδώ μιλάμε για άλλη ποιότητα, εντελώς. Η κοινωνία των Αθηναίων ήταν ζωντανός οργανισμός, που παλλόταν και ανάπνεε. Ένα οργανικό πνεύμα σαρκωμένο στη σχέση περισσότερο, παρά στα σώματα καθαυτά. Σε καμία περίπτωση το τσούρμο των σημερινών αστών, των φυλακισμένων στα μεθοριακά δεσμά και στις μεγάλες τους ιδέες - με άλλα λόγια, μια φάρα ψυχολογικά ηττημένων.

Εδώ δεν ωραιοποιώ τους ανθρώπους εκείνους, με τα χίλια-μύρια τους ελαττώματα. Αλλά κακοί-στραβοί, η κοινωνία που συνέθεταν ήταν πλήρης νοήματος κι όχι κορώνες στα... «τσοντοκάναλα». Αυτή η ψυχοσύνθεση ανθρώπων ικανών να παρατήσουν υλικές εστίες, ανά πάσα στιγμή, προκειμένου διασώσουν την πραγματική εστία, δηλαδή τη σχέση τους, εμένα προσωπικά με αφήνει με το στόμα ανοιχτό και, μάλιστα, να στάζει λίγο σάλιο. Διαβάζω τη σημειωμένη φράση, την ξαναδιαβάζω και δεν τη χορταίνει ο νους μου. Να, κάτσε να την αντιγράψω και στ' αρχαία, μπας και τη θυμάμαι έτσι, αλώβητη από μεταφράσεις (συγγνώμη, εκ των πρωτέρων, για την έλλειψη πολυτονικού) :

« [ ... ] την τε ολόφυρσιν μη οικιών και γης ποιείσθαι, αλλά των σωμάτων ∙ ου γαρ τάδε τους άνδρας, αλλ' οι άνδρες ταύτα κτώνται [ ... ] »

Η καθαρότητα ετούτη, συνιστά καθαρότητα για τον απλό λόγο πως η συνδετική ύλη των ανθρώπων στέκεται αμιγής από συμφεροντολογικές, χρηστικές και μεταφυσικές κατασκευές του νου. Ακόμα κι αν ένας αληθινός γνώστης της ιστορίας διέκρινε απαρχές κοινών χαρακτηριστικών με τα σημερινά μας έθνη (ίσως λέω), στην τελική η επικρατούσα αρχή, ο αποχρών λόγος, ήταν εντελώς ξένης ποιότητας από τα σημερινά εθνικά ιδεώδη και εδάφη. Από τα συμφραζόμενα κι όλο το σκηνικό της εποχής, υποθέτω (κι ίσως σφάλλω) πως ένας αρχαίος Αθηναίος θ' άφηνε, δίχως πολύ μουρμούρα, να «χαθεί» μια βραχονησίδα, αν τούτο δεν ήταν προς συμφέρον του. Η γλώσσα των ομιλητών είναι αληθινή σα μαχαίρι : από τη μία υπάρχουν συμφέροντα, ισχύς και πλούτος, κι από την άλλη υπάρχει η κοινωνία των ανθρώπων. Τα δύο αυτά δεν μπλέκονται. Μια βραχονησίδα, μια ονομασία, ένας κάμπος με περβόλια, συνιστούν ή όχι συμφέρον με όρους υλικούς, μα δε συνιστούν άλλης μορφής κέρδος ή βλάβη, δηλαδή με όρους ηθικούς ή άλλους. Τολμούσαν οι άνθρωποι να λένε τα σύκα σύκα, δίχως να επενδύουν τις συμφεροντολογικές τους επιδιώξεις με ηθικιστικούς μανδύες. Τούτα τα μολυσματικά νοσήματα συμβαίνουν άμα τη εμφανίσει άλλων πολιτικών δομών, όπως τα κράτη, στα οποία οι εκπρόσωποι των συμφερόντων και οι εκπρόσωποι της κοινωνίας (δηλαδή, οι ίδιοι οι πολίτες) είναι κάστες ξεχωριστές. Και συνεπώς, θα πρέπει οι πρώτοι ν' ανακαλύπτουν διαρκείς προφάσεις, ώστε να πολτοποιούν τους τελευταίους, στο βωμό του πλουτισμού τους. Μη ξεχνάμε στιγμή ότι την εποχή του Θουκυδίδη, εκείνοι που αποφάσιζαν τον πόλεμο ήταν οι ίδιοι αυτοί που πολεμούσαν κι η ειδοποιός ετούτη διαφορά είναι σα να συγκρίνουμε, σήμερα, τη βούρτσα με το αυγολέμονο.

Η σημερινή κοινωνία, κοινωνία ατόμων (τετριμμένη παρατήρηση), τρεκλίζει περίπου σαν το τέρας του δόκτορος Φρανκενστάιν. Σαπισμένα κομμάτια νεκρής σάρκας, άνευρα και πτωτικά, συρραμένα άκομψα μεταξύ τους, συνιστούν ένα σώμα δίχως ζωή, μια μαριονέτα. Κι ως γνωστόν, πίσω από κάθε μαριονέτα κρύβεται ο μαριονετίστας. Η σημερινή κοινωνία δε συνιστά κοινωνία από μόνη της και συνεπώς - για ν' αποφύγει τη διάλυση - αναζητά συνδετικούς κρίκους σε στοιχεία εκτός εαυτού : χαμένες πατρίδες κι αγιασοφιάδες, σημαίες, σταυρουδάκια και φραμπαλάδες του τσολιά, εθνικοί ύμνοι, ράσα και καμπάνες κι όρεξη να 'χεις, να χάνεις τα λόγια σου. Υπάρχει λόγος, που δε μίλησα για γλώσσα. Είναι γιατί τη σέβομαι. Από την άλλη μεριά, στέκεται η κοινωνία των αρχαίων. Κοινωνία μεστή νοήματος, δεν απειλείται από βραχονησίδες κι ονομαστικές ντρίμπλες, ούτε έχει χρεία ιδεολογημάτων προκειμένου να βασταχθεί όρθια. Είναι πλήρης ζωής, εν αντιθέσει με τη σημερινή, που ρουφά αίμα σα βρυκόλακας, όπου το βρεί φτηνό, απονεκρώνοντας την επικράτειά της. Η κοινωνία των αρχαίων είναι κοινωνία ζωοποιός, σαρκώνοντας τον τόπο και το χρόνο, όπου σταθεί κι όπου βρεθεί. Έτσι, ένα αθηναϊκό στρατόπεδο στην Ποτίδαια, μια συντροφιά πρέσβεων στο δρόμο προς τη Σπάρτη ή ένας λαός, «αυτοεξόριστος» στα ξύλινα τείχη του, δεν είναι ούτε περισσότερο, ούτε λιγότερο «Αθήνα», απ' όσο θ' αμφέβαλε κανείς.

Ένας ζωντανός οργανισμός, σα χάσει ένα δάκτυλο ή ένα χέρι, δεν παύει να είναι ζωντανός οργανισμός. Δε χάνει στο παραμικρό την αξία του. Θα βρει τον τρόπο, τη δύναμη, να φτιάξει χέρι καινούργιο, να το υποκαταστήσει ή να το καταστήσει αχρείαστο. Από την άλλη, ωστόσο, ένας «Φρανκενστάιν», σα χάσει ένα χέρι ή ένα μάτι, είναι ίδια αφαίρεση τιπότων, ως ήταν πρόσθεση. Ένα πτώμα δε διαφέρει σε τίποτα από μισό, ενάμισο ή ένα τέταρτο. Κρέμεται άθυρμα, ίδιο κι απαράλλαχτο με πριν.

Βλέπεις Πνύκας, είναι καλό!

Δευτέρα 4 Φεβρουαρίου 2019

Μυθολογικό Σημείωμα [ #002 ]

Άκο μου, τώρα που πιάσαμε λιμάνι, βρήκα ευκαιρία κι έβαλα μπουγάδα, γιατ' είχαμε σκυλοβρωμίσει, τόσο καιρό, στο σαπιοκάραβο. Έπλυνα και τ' άσπρο σου πουκάμισο και κάτι λευκά τεντόπανα, που βρήκα στο μπαούλο, γαριασμένα απ' την κλεισούρα. Τα 'χω απλώσει να στεγνώσουν. Άντε, μπας κι αλλάξουμε, επιτέλους, ετούτη τη μαυρίλα, που 'χεις κρεμασμένη και μας κάνει την καρδιά περιβόλι.

Ήρθα να σου μιλήσω, μα ροχάλιζες του καλού καιρού. Μάλλον, έβλεπες πάλι εφιάλτες και παραμιλούσες ιδρωμένος. Έσκυψα ν' αφουγκραστώ, μα δεν έβγαζες νόημα. Ίδιες ασυναρτησίες, μ' αυτές που λες και ξύπνιος ( γλυκούλη μου, σε πειράζω )! Πόσες φορές, όμως, θα πρέπει να στο πω; Μην τρως μετά τις έντεκα! Αφού δεν το σηκώνει ο οργανισμός σου και βαρυστομαχιάζεις. Άσε που πίνετε σα νεροφίδες - εσύ κι όλοι οι ανεπρόκοποι, 'δω μέσα. Μόνον ο Δίας ξέρει, πώς καταφέραμε τελικά να φτάσουμε στη Νάξο, έτσι φέσι που σωριάζεστε τα βράδια στην πλώρη και καμώνεστε ότι μετράτε τον καιρό και τ' άστρα.

Κανόνισε, κακομοίρη μου, να μου μιλήσεις το πρωί. Μη φύγουμε και δεν προλάβω να μαζέψω τα πλυμένα.

Παλιοβρωμύλε μου, σ' αγαπάω πολύ πολύ! <3
Αριάδνη

Αιγυπτιακό σημείωμα [ #001 ]

« Nedjem, αδερφούλα, πες στη μαμά να μη με περιμένει το μεσημέρι για φαί. Αυτός ο καθίκης που μας κάνει ελληνικά, μ' έπιασε πάλι ν' αντιγράφω στο μάθημα, πήρε μια πλάκα ένα μέτρο μάκρος (μη σου πω παραπάνω) και μ' έβαλε τιμωρία να σκαλίσω τρεις φορές το ίδιο πράμα, μια στα ελληνικά, μια στη γλώσσα μας και μια στις καλικατζούρες των παπάδων. Έλεος! Πού διάολο θα χρησιμέψουν όλες ετούτες οι βλακείες ποτέ; Τέλος πάντων, τα λέμε το βράδυ σπίτι. Nedjes. »

Rashid, 196 π.Χ.

Τετάρτη 2 Ιανουαρίου 2019

Μυθολογικό Σημείωμα [ #001 ]

Θεία Χαρικλώ,

το ξέρω πως δεν πάνε ούτε τρεις μέρες που 'φυγα, μα θέλω -  άμα μπορείς - τούτη τη χάρη. Στο μέρος, που κοιμόμουν, 'κεί δίπλα, άμα θυμάσαι έχει μια κουφάλα, όπου παράχωνα τα πράγματά μου. Αυτού μέσα, θα βρεις ένα σακί με τις παλιές μου αλλαξές κι ένα ζευγάρι φθαρμένα σάνδαλα «Σταν'ς Μυθ». Στείλε μου, σε παρακαλώ, τ' αριστερό σανδάλι, με τούτο το φίλο που σου κομίζω το σημείωμα, γιατί 'κείνο που φορούσα χάθηκε μέσα στις λάσπες. Τέτοιες αναποδιές παθαίνω, απ' την καλή μου την καρδιά. Δεν είχα καλοφτάσει ακόμη Άναυρο και σερνόμουνα της πείνας. Γύρευα καμιά ελαφίνα, που βρωμάει ο τόπος, αλλά ψάξε-ψάξε έπεσα πάνω σε τούτη τη γριά, μια ζαρωμένη και κοψομεσιασμένη μπάμπω. Τώρα, ζαρωμένη-ξεζαρωμένη, είχε φαγωθεί - πανάθεμά τη - να περάσει το ποτάμι. Αν έχεις το θεό σου, τέτοια εποχή, που λιώνουνε τα χιόνια και κατεβάζει ο Δίας τ' άντερά του! Δε σου λέω ψέμματα, σ' ότι έχω ιερό κι ευλογημένο, είδα μέχρι βατράχους να πνίγονται μπροστά στα μάτια μου. Τέλος πάντων, ανάθεμα την ώρα και τη στιγμή, μα λύγισε η καρδιά μου με τούτη τη θεοπάλαβη σαφρακιασμένη, που στα τρία βήματα, μόνο το ένα της έβγαινε σωστό. Μια και δυο, τη φόρτωσα στην πλάτη, βρήκα το βολικότερο σημείο και χώθηκα μες στ' αφρισμένο ρέμα. Όλα καλά, μα σα φτάσαμε απέναντι, θυμήθηκε πως είχε αφήσει τη μαγκούρα της ξωπίσω. Είπα να της σκαλίσω μια καινούργια - η όχθη είχε γεμίσει  από ξυλεία πρώτης - αλλά η βρωμιάρα μου στράβωσε τη μούρη! Ήθελε, λέει, τη δική της, που 'τανε σουβενίρ από το Άργος. Ειλικρινά, μου 'ρθε να την πετάξω στο ποτάμι, μα σα ψυχραίμησα τη φόρτωσα, ξανά, στην πλάτη και μη στα πολυλογώ, αφού βρήκαμε την καταραμένη της μαγκούρα γυρίσαμε πάλι στην όχθη τη σωστή. Πώς κάνω έτσι, να βγάλω τα ρούχα να στεγνώσουν, κοιτώ τα πόδια μου, το 'να σανδάλι είχε κάνει φτερά, μέσα στη λασπουριά και στο χαμό. Άρχισα ν' αναθεματίζω την ώρα και τη στιγμή κι όπως γυρίζω στη γριά, να τη διο-λοστείλω, η βρωμόγρια είχε γίνει καπνός! Θεία, ειλικρινά σου λέω, εξαφανίστηκε η αχάριστη στα μουλωχτά κι ούτε ένα ευχαριστώ. Τέτοια γαϊδουριά! Αλλά δε μου φταίει άλλος κανείς, μονάχα ο εαυτός μου, που 'ναι τόσο κορόιδο! Στη ζωή των παιδιών μου, άμα ξαναβοηθήσω 'γω άνθρωπο. Ας είναι. Κάνε μου, λοιπόν, αυτή τη χάρη, καλή θείτσα, να σ' έχουν καλά κι οι δώδεκα θεοί του Ολύμπου. Γιατ' ειν' ακόμη δρόμος, μέχρι την Ιωλκό, κι είναι το βρωμοβούνι κακοτράχαλο κι έχει γεμίσει η πατουσίτσα μου σκλήθρες κι αγκαθάκια και πονάω. Δεν είμαι εγώ για ταξίδια και τέτοια.

Να μου φιλήσεις το θείο και τη γιαγιά Φιλύρα,
μου λείπετε ήδη!!!

Ιάσονας

Παρασκευή 5 Οκτωβρίου 2018

Επιστολή [ #001 ]

[ Δημοσιεύτηκε στην τοπική εφημερίδα «Ο Φαναρτζής» / Φύλλο λς΄ / Έτος ,αυνγ΄ ]

Αξιότιμοι κύριοι Συντάκτες,

σας γράφω για πολλοστή φορά, εκ μέρους της ευσεβούς μας κοινότητας και σε πείσμα της επανειλημμένης - και συνάμα ανεξήγητης - σιωπής σας, όσον αφορά στο μείζον ζήτημα της δρύινης πυλίδος, ήτις βρίσκεται σχεδόν μισοθαμμένη και σαρακοφαγωμένη, στα νοτιοδυτικά του τείχους των Βλαχερνών. Η παλαιοτέρα ξύλινη δοκός, ασφαλίζουσα την πυλίδα και σάπια από χρόνους, κατόπιν ακαμάτου επιμονής των συμπολιτών μας, αντικαταστάθηκε προσφάτως - και επιτέλους - εκ της στρατιωτικής διευθύνσεως με ολοκαίνουργια, ορειχάλκινη αλυσόμπαρα. Η αντικατάσταση έγινε, ωστόσο, επιπόλαια και δίχως ουδεμία μέριμνα, με αποτέλεσμα η ευμεγέθης αλυσίδα να επιτρέπει επαρκέστατο χάσμα μεταξύ των θυροφύλλων, το οποίο εκμεταλλεύονται σχεδόν καθημερινά οι νοικοκυρές, προς αναζήτηση εύγεστης χλωρίδας και βοτάνων, στα πέριξ των τειχών. Είναι, επίσης, κοινό μυστικό ότι κάθε βράδυ ομάδες εφήβων γλιστρούν, εκ του χάσκοντος κενού, καταφεύγοντες εις πλησίοντα ξυλόκερκο, όπου επιδίδονται εις ακολασίας και άλλας ακατονομάστους τέρψεις, από εκείνες τις οποίες η ασύδοτη λατινική συρροή και ελευθεριότητα έχει διασπείρει, δυστυχώς, ανάμεσα στους νέους και τις νέες της εποχής μας. Δια της θυρός ταύτης, επιτελείται σπανιότερα και μικρής εκτάσεως λαθρεμπορία, για την οποία, ωστόσο, οι αρχές κάμνουν τα στραβά μάτια, με την πρόφαση πως δεν υπάρχει η πολυτέλεια αποσπάσεως προσωπικού, δια την φύλαξιν. Την ίδια ώρα, βεβαίως, που τα καπηλειά και οι προβλήτες μας είναι - ως γνωστόν τοις πάσι - γιομάτα αργόσχολους στρατιώτες, οίτινες δεν ξέρουν άλλο από το να φλερτάρουν και να διαπληκτίζονται μεταξύ των. Κύριοι, πολύ φοβούμαι ότι η ελάχιστη τούτη σημερινή αμέλεια, είναι φόβος στο μέλλον να φέρει πολλαπλάσια δεινά στη θεοσεβούμενη και μυριευλογημένη Πόλη μας.

Με κάθε εκτίμηση
Αντώνιος Χωνιάτης
17 Ιανουαρίου 1453

Πέμπτη 6 Σεπτεμβρίου 2018

EDITORIAL ...

Εν αρχή ην ο Λόγος. Γιατί αν ο Θεός δε σήκωνε κουβέντα δε θα υπήρχε, σήμερα, κανένα από τα αναρίθμητα θαύματα, που μας περιτριγυρίζουν, όπως η ζεστή φασολάδα, το γυναικείο στήθος και ο καπιταλισμός. Τούτο εξηγεί επιπλέον, αναμφισβήτητα, και το γεγονός ότι ο πολύς κόσμος, συνήθως, πρώτα μιλά κι έπειτα σκέφτεται. Με το μπλα-μπλα και την κουβεντούλα, λοιπόν, ήρθε και κύλησε - αυτό που λένε - ο ρους της Ιστορίας. Διαφορετικά δε θα 'χαμε καν Ιστορία. Το ανθρώπινο είδος θα είχε προ πολλού αφανιστεί αν όχι από τη φυσική του βλακεία ή τους μύκητες των ποδιών, το λιγότερο από υπερβολική λήψη χασμουρητών. Μιλάμε, φυσικά, για 'κείνη την απάνθρωπη περίοδο, η οποία μεσολάβησε από την ανακάλυψη της φωτιάς έως και την εφεύρεση της ευλογημένης τηλεόρασης - τότε που μέχρι να νυστάξεις, δεν πέρναγε η ρημάδα η ώρα με τίποτα. Τώρα, επειδή δεν ήταν ιδιαίτερα βολετό να συζητάνε οι άνθρωποι, γκαρίζοντας από τη μια βουνοκορφή στην άλλη, αποφάσισαν κάποτε να συναθροιστούν και να ιδρύσουν πόλεις. Παρόλα αυτά, δεν ήταν λίγοι εκείνοι, που ουδέποτε εγκατέλειψαν τις πατρογονικές συνήθειες, με αποτέλεσμα να εξακολουθούν να γκαρίζουν, ακόμα κι εντός πόλεων, ασχέτως ώρας ή απόστασης.

Μ' αυτά και μ΄εκείνα, σαν ωρίμασαν οι συνθήκες - σα δηλαδή οι άνθρωποι κατάφεραν να κατασκευάσουν περισσότερες λέξεις, απ' όσες πραγματικά είχαν ανάγκη κι έπρεπε κάπως να τις διοχετεύσουν - εμφανίστηκαν και οι πρώτοι δημοσιολογούντες, εκείνοι δηλαδή που πρώτοι ανακάλυψαν τη βιοποριστική αξία του κουτσομπολιού. Τώρα, άμα κουτσομπόλευες κι ήσουν γυναίκα σ' έπαιρνε ο διάολος κι έπεφτε καμιά ανάστροφη. Αν όμως ήσουν άντρας - μάλιστα χάιδευες και το μούσι σου - τότε το λέγανε πολιτική κι έχαιρες άκρας εκτίμησης και σκόντου στο χασάπη. Μεγάλοι κουτσομπόληδες, επίσης, ήτανε κι οι ποιητές, αλλά ετούτους ο χασάπης δεν τους έβλεπε με καλό μάτι, καθόσον και ως επί το πλείστον αδέκαροι. Τέλος πάντων, στο κατόπι όλων αυτών εμφανίστηκαν, κάποια στιγμή αναπόφευκτα, και οι πρώτοι δημοσιογράφοι. Οι τύποι δηλαδή εκείνοι, οι οποίοι μιας και δεν είχανε τίποτα σημαντικό να πουν από μόνοι τους, λάβανε την απόφαση να βγουν έξω σε δρόμους και σε πλατείες, με το μόνο πράγμα που τους είχε απομείνει : μια πήχη θράσος και τα κίτρινα δόντια του Τύπου. Τούτους εδώ, που περνούσαν την ώρα τους καταγράφοντας τις ζωές και τους λόγους των άλλων, στην αρχή τους λέγανε Ιστορικούς κι ήταν πολύ σημαντικά πρόσωπα. Μετά ξεπέσανε και τους στέλνανε ανταποκριτές στη Μύκονο, να τσεκάρουν την τιμή του εμφιαλωμένου.

Πάνω σε τούτη την παράδοση της ευθύνης ή όποιασδήποτε άλλης πομπώδους και βαρύγδουπης επιταγής, προχωρά σήμερα κι η δική μας συντακτική μονάδα (εγώ) σ' ένα εγχείρημα, άνευ προηγούμενου : να καλυφτεί ετούτο το τεράστιο ενημερωτικό κενό, το οποίο διογκώνεται διαρκώς κι ανεπανόρθωτα - του χρόνου αποδρώντος - εξαιτίας της δημοσιογραφικής εμμονής με το βαρετό παρόν. Αμελήσαμε, κύριοι και κυρίες μου, ένα βαρύτιμο κληροδότημα, παρατώντας το ευρύ Κοινό στο κοινό Ευρώ. Προσπεράσαμε έναν πακτωλό ειδήσεων, που πέρασαν στο ντούκου και ψιλογραμμένες, από το οποτεδήποτε της Ιστορίας, αλλά μας επηρεάζουν τη σήμερον εξίσου - αν όχι το ίδιο. Άπειρα προϊστορικά ντοκουμέντα, αρχαίο φωτογραφικό υλικό και μεσαιωνικές απομαγνητοφωνήσεις - όγκος, δηλαδή, ανυπολόγιστης ιστορικής και συναισθηματικής αξίας - κατάφεραν με κόπο υπεράνθρωπο και κίνδυνο ζωής να βγουν στο φως της δημοσιότητας, χάρη στις πολυετείς έρευνες και προσπάθειες των συνεργατών μας. Σε πείσμα των σκοτεινών εκείνων κύκλων (όπως η Λέσχη Καϊζερσλάουτερν, οι Αρχιτεκτονικές Σχολές, ο Ιππικός Όμιλος κ.α.), οι οποίοι διατηρούσαν τα στοιχεία ετούτα επιμελώς στην αφάνεια - με σκοπό να κρατούν τον κόσμο υποταγμένο - προτάσσουμε τα τριχωτά μας στήθη - και όσα, επιπλέον, μέρη του σώματός μας απαιτήσουν οι περιστάσεις - στην υπηρεσία του πολίτη και της υπεύθυνης πληροφόρησης. Πληροφόρησης έγκυρης, μα σε καμία περίπτωση έγκαιρης, όπως την παρουσιάζουν όσοι μας θέλουν να τρώμε κουτόχορτο και ψωμί χωρίς γλουτένη. Γιατί αυτή, ακριβώς, η μάταιη και διαρκής ενασχόληση με τις τρέχουσες εξελίξεις είναι που θολώνει τα νερά, συγχύζει το νου και αποτρέπει τους ανθρώπους, από την αναζήτηση της ουσίας πίσω από τα γεγονότα. Καθώς οι αληθινές αλήθειες κρύβονται πολύ παλαιότερα - πολύ πριν την ανακάλυψη της τυπογραφίας και του προφυλακτικού με γεύσεις.

Υπηρετούμε, λοιπόν, τη Δημαγωγία και τη Σοφιστική, δηλαδή, τα ίδια τα κύτταρα, τα θεμελιώδη συστατικά, κάθε υγιούς κοινωνίας που σέβεται τον εαυτό της και προχωρά μονιασμένη προς τον όλεθρο και την καταστροφή - όπως ακριβώς μας δίδαξαν οι πρόγονοί μας. Είθε ο σκοπός σας ν' αγιάζει τα μέσα κι η πίστη σας να παραμένει αγνή κι αμόλυντη, από κάθε μίασμα κριτικής έρευνας και σκέψης.

Με εκτίμηση,
η Συντακτική Μονάδα